ἐπίπρασκον

ἐπίπρασκον
ἐπίπρᾱσκον , πιπράσκω
export for sale
imperf ind act 3rd pl (attic doric)
ἐπίπρᾱσκον , πιπράσκω
export for sale
imperf ind act 1st sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ύπαρξη — η / ὕπαρξις, άρξεως, ΝΜΑ [ὑπάρχω] η κατάσταση τού υπαρκτού, το να υπάρχει κανείς, υπόσταση, οντότητα («ὕπαρξις ἢ ἀνυπαρξία», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο ίδιος ο άνθρωπος («είναι μια δυστυχισμένη ύπαρξη») 3. (φιλοσ.) α) το Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”